καταχειροτονώ

καταχειροτονώ
καταχειροτονῶ, -έω (Α)
(για την εκκλησία τού δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χειρο-τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταχειροτονῶ — καταχειροτονέω vote by show of hands against pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταχειροτονέω vote by show of hands against pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταχειροτονέω vote by show of hands against pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχειροποιώ — καταχειροποιῶ, έω (Α) καταχειροτονώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειροποιῶ «κατασκευάζω διά χειρός, δημιουργώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”